- φρονηματισμός
- φρονηματισμός, ὁ, das Mutig-, Edelmütig-, Großmütigmachen; aber auch tadelnd, das Hochmütig-, Stolzmachen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρονηματισμός — ο, ΝΜΑ [φρονηματίζω] νεοελλ. σωφρονισμός μσν. αρχ. αλαζονεία, έπαρση … Dictionary of Greek
φρονηματισμός — ο 1. η αναπτέρωση του ηθικού, η εμψύχωση, το να παίρνει κανείς θάρρος. 2. ο σωφρονισμός, το να βάζει κανείς μυαλό: Τιμωρήθηκε για φρονηματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρονηματισμοῦ — φρονηματισμός presumptuousness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματισμῶν — φρονηματισμός presumptuousness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματισμόν — φρονηματισμός presumptuousness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)